-
1 μαρπτω
(aor. 2 ἔμαπον - эп. μέμαρπον; part. pf. μεμαρπώς; inf. aor. μαπέειν)1) хватать, схватывать(χεῖρας σκαιῇ Hom.; τινὰ αὐχένος Pind.; τινὰ ποδός Soph.; γαμφηλῇσι δράκοντα Arph.)
ἀγκὰς μ. τινά Hom. — схватить кого-л. в объятья2) охватывать, овладевать(τὸν ὕπνος ἔμαρπτε Hom.)
σθένος μ. Pind. — набирать силу3) настигать, догонять(τινὰ ταχέεσσι πόδεσσιν Hom.)
4) достигать, касаться(χθόνα ποδοῖϊν Hom.; γῆρας Hes.)
5) поражать(τινὰ τόξοις Eur.)
См. также в других словарях:
μάρπτω — (Α) 1. συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω (α. «μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ ἄντυγος», Ευρ. β. «αὐτίχ ἕνα μάρψας ἑτάρων», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω, χτυπώ («μάρψω δ αὖ τόξοις», Ευρ.) 3. (για ψήφο) καταδικάζω («εἴ σε μάρψει ψῆφος», Αισχύλ.) 4. (για ύπνο) καταλαμβάνω … Dictionary of Greek